- κοκκόλιθος
- ο1. γεωλ. μικροσκοπικό πετάλιο ή δακτύλιος από ανθρακικό ασβέστιο, που καλύπτει το σώμα τών κοκκολιθοφόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccolith < cocc(o)- (< λατ. coccum < κόκκος) + -lith (< λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.